- Ελλάδα - Συνταγματική Ιστορία
- Η ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ
Σύντομη ανασκόπηση
Το σύνταγμα είναι το σύνολο των κανόνων δικαίου με τους οποίους ρυθμίζεται η συγκρότηση και η άσκηση της κρατικής εξουσίας. Επομένως, η συνταγματική ιστορία είναι η ιστορία της κρατικής εξουσίας στην Ελλάδα, η ιστορία της συγκρότησης και της άσκησής της.
Είναι γεγονός ότι η συνταγματική ιστορία είναι μέρος της γενικότερης πολιτικής μας ιστορίας, μαζί με την οποία αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της εθνικής μας ιστορίας και της κοινωνικής εξέλιξης της πατρίδας μας. Μόνο σ’ αυτά τα πλαίσια είναι δυνατόν να εξηγηθούν οι συνταγματικοί θεσμοί, η λειτουργία τους, η εξέλιξή τους και οι μεταβολές τους.
Ο βίος του νεότερου ελληνικού κράτους άρχισε με την έναρξη της εθνικής Επανάστασης του 1821. Ως πρώτο ελληνικό σύνταγμα πρέπει να αναφερθεί το «Προσωρινό Πολίτευμα της Επιδαύρου», που είχε δημοκρατικό χαρακτήρα και ψηφίστηκε την 1η Ιανουαρίου 1822 από την Α΄ Εθνοσυνέλευση των Ελλήνων. Το «Πολίτευμα» αυτό αναθεωρήθηκε στο Άστρος το 1823, βελτιωμένο στις διατάξεις που αφορούσαν τις ατομικές ελευθερίες και την προστασία τους, και ψηφίστηκε ως «Νόμος της Επιδαύρου». Τέσσερα χρόνια αργότερα, το Μάιο του 1827, γεννήθηκε στην Τροιζήνα το «Πολιτικό σύνταγμα της Ελλάδος», που δεν εφαρμόστηκε ποτέ γιατί το ανέστειλε ο Καποδίστριας, όπως ποτέ δεν εφαρμόστηκε και το λεγόμενο «Ηγεμονικό» σύνταγμα» (15 Μαρτίου 1832), που είχε καταρτίσει η Ε΄ Εθνοσυνέλευση.
Με το Κίνημα της 3ης Σεπτεμβρίου 1843, όταν ο Όθωνας υποχρεώθηκε να παραχωρήσει σύνταγμα, σηματοδοτείται η απαρχή της εγκαθίδρυσης του κοινοβουλευτισμού στο ελληνικό κράτος. Η κατάρτιση του πρώτου συντάγματος υπήρξε το αντικείμενο των εργασιών της εθνοσυνέλευσης που προέκυψε μετά το Κίνημα της 3ης Σεπτέμβρη, και διήρκεσε από τις 8 Νοεμβρίου 1843 έως τις 18 Μαρτίου του 1844. Με τη λήξη των εργασιών της εθνοσυνέλευσης δημοσιεύτηκε ο συνταγματικός χάρτης, που περιλάμβανε 107 άρθρα. Σύμφωνα με αυτά, καταργούνταν η απόλυτη μοναρχία και εγκαθιδρύετο το πολίτευμα της συνταγματικής μοναρχίας. Καθιερωνόταν η αρχή της διάκρισης των εξουσιών, ενώ δικαίωμα ψήφου είχαν οι άντρες άνω των 25 ετών, κατά το πρότυπο των σχετικών άρθρων των συνταγμάτων της επαναστατικής περιόδου.
Το σύνταγμα του 1864 είναι έργο της εθνοσυνέλευσης που συγκροτήθηκε μετά την εκθρόνιση του Όθωνα. Ο Γεώργιος αποδέχθηκε το σχέδιο συντάγματος, αν και λιγοστές μόνο από τις εισηγήσεις του έγιναν δεκτές. Το νέο σύνταγμα, που αποτελούνταν από 110 άρθρα, είναι δηλαδή εκτενέστερο εκείνου του 1844, δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις 17 Νοεμβρίου 1864. Σύμφωνα με αυτό, εγκαθιδρυόταν το πολίτευμα της βασιλευομένης δημοκρατίας. Πηγή και φορέας της πολιτικής εξουσίας αναγνωριζόταν αντί του μονάρχη το ελληνικό έθνος. Καθιερωνόταν επίσης η άμεση, καθολική, μυστική ψηφοφορία και οριζόταν σαφώς ότι οι εκλογές θα διοργανώνονταν ταυτόχρονα σε όλη την επικράτεια.
Με το σύνταγμα του 1864 ο βασιλιάς διατηρούσε το δικαίωμα να διορίζει και να παύει κυβερνήσεις και υπουργούς κατά τη δική του βούληση. Οι βασιλικές παρεμβάσεις επομένως συνεχίστηκαν κατά την πρώτη δεκαετία της βασιλείας του Γεωργίου, με αποτέλεσμα το σχηματισμό βραχύβιων κυβερνήσεων που καμιά δεν διέθετε κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Το ζήτημα αυτό, το οποίο ταλάνισε την πολιτική ζωή του τόπου για περισσότερα από σαράντα χρόνια, επιλύθηκε οριστικά με την αποδοχή από τον Γεώργιο της αρχής της δεδηλωμένης, στις 11 Αυγούστου 1875, με το βασιλικό λόγο ενώπιον της νέας Βουλής που είχε προκύψει από τις πρόσφατες εκλογές. Την ομιλία φέρεται να είχε συντάξει ο απερχόμενος πρωθυπουργός Χ. Τρικούπης. Είναι αυτός που με σειρά άρθρων –μεταξύ αυτών και το περίφημο «Τις πταίει»– που δημοσιεύτηκαν το καλοκαίρι του 1874 σε αθηναϊκή εφημερίδα, συνέβαλε αποφασιστικά στη μεταστροφή της βασιλικής στάσης. H δήλωση αποδοχής της αρχής της δεδηλωμένης αποτέλεσε για τον Γεώργιο ηθική και όχι συνταγματική δέσμευση, η οποία θα προϋπέθετε αναθεώρηση του συντάγματος. Mε την αποδοχή της αρχής της δεδηλωμένης καθίσταντο ανενεργά τα άρθρα 31 («Ο βασιλεύς διορίζει και παύει τους υπουργούς αυτού») και 37 («Ο βασιλεύς... έχει το δικαίωμα να διαλύει την βουλήν») του συντάγματος του 1864. Η εντολή σχηματισμού κυβέρνησης θα δινόταν, πλέον, σε εκείνον που θα είχε εξασφαλίσει τη δεδηλωμένη εμπιστοσύνη της πλειοψηφίας των βουλευτών, ενώ και για τη διάλυση της Βουλής απαιτούνταν και πάλι η προηγούμενη συγκατάθεση της πλειοψηφίας.
Το σύνταγμα του 1964 αναθεωρήθηκε το 1911 και, παρά τις πολιτικές περιπέτειες, αναβίωσε το 1935. Στο μεσοδιάστημα, βάσει άλλου συντάγματος (3 Ιουνίου 1927), είχε ισχύσει στην Ελλάδα το πολίτευμα της αβασίλευτης Δημοκρατίας.
Το σύνταγμα του 1864-1911 ήταν εκείνο που επανέφερε η Ελλάδα σε ισχύ και μετά την απελευθέρωση, στο τέλος του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου, για να αποκτήσει, τελικά, το πρώτο μεταπολεμικό της σύνταγμα την 1η Ιανουαρίου 1952. Μετά τη «συνταγματική παρεκτροπή» της Επταετίας (δικτατορία, σύνταγμα 1968) και την επαναφορά (1974) για ένα διάστημα σε ισχύ του συντάγματος του 1952, ακολουθεί η ψήφιση του συντάγματος από την Ε΄ Αναθεωρητική Βουλή των Ελλήνων, του οποίου η ισχύς άρχισε στις 11 Ιουνίου 1975. Το σύνταγμα του 1975 αναθεωρήθηκε το 1986, σε ορισμένα άρθρα του που αφορούν κυρίως τις εξουσίες του Προέδρου της Δημοκρατίας. Με το σύνταγμα του 1986 ορίζεται ως πολίτευμα της Ελλάδος η «Προεδρευομένη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία» και ως θεμέλιο του πολιτεύματος η λαϊκή κυριαρχία. Σαφής είναι στο σημείο αυτό η αντιδιαστολή ανάμεσα στην «προεδρευομένη» και στην «προεδρική» δημοκρατία, που δείχνει καθαρά ότι η κυβέρνηση προέρχεται, αλλά και εξαρτάται, από την εθνική αντιπροσωπεία, κάτι που δεν συμβαίνει στις προεδρικές δημοκρατίες. Με το άρθρο 110 του συντάγματος, εξάλλου, ορίζεται ότι η διάταξη που αφορά τη βάση και τη μορφή του πολιτεύματος δεν επιτρέπεται να αναθεωρηθεί.
Η αναθεώρηση του συντάγματος του 2001 είναι προσανατολισμένη σε στόχους: στην ενίσχυση των δικαιωμάτων των πολιτών και του κράτους δικαίου και στην εμπέδωση της αξιοπιστίας στη δημοκρατία μας.
Η κατoχύρωση νέων δικαιωμάτων αλλά και νέων θεσμών για την προστασία τους στο σύνταγμα διευρύνει και επαυξάνει σημαντικά την προσωπική αυτονομία. Το σύνταγμά μας ενστερνίζεται σύγχρονες αντιλήψεις και ευθυγραμμίζεται με τα σημαντικότερα ευρωπαϊκά και διεθνή κείμενα της τελευταίας δεκαετίας. Η επιλογή αυτή αποβλέπει στο να μπορεί ο πολίτης να αναπτύσσει την προσωπικότητά του στο νέο περιβάλλον των ευκαιριών που του προσφέρει η τεχνολογική ανάπτυξη. Ταυτόχρονα, προφυλάσσεται από τους πολλαπλούς κινδύνους που προβάλλουν απειλητικά, κινδύνους που δεν ήμασταν σε θέση να υποψιαστούμε στο πρόσφατο παρελθόν. Θεσπίζονται νέα δικαιώματα για τη συμμετοχή στην κοινωνία της πληροφορίας, για την προστασία των προσωπικών δεδομένων, για την προστασία απέναντι στις εξελίξεις της βιοϊατρικής. Παράλληλα, το νέο σύνταγμα επιδιώκει να ενισχύσει τα κοινωνικά δικαιώματα.
Η αξιοπιστία στη λειτουργία της δημοκρατίας είναι ο δεύτερος μεγάλος στόχος της αναθεώρησης. Με ειδικές ρυθμίσεις επιδιώκεται να διασφαλιστεί η διαφάνεια στη δράση των πρωταγωνιστών της πολιτικής ζωής, των κομμάτων και των βουλευτών, η διαφάνεια στις σχέσεις κράτους και οικονομικών παραγόντων, που αποτελεί κρίσιμο ζήτημα στην εποχή της εκρηκτικής ανάπτυξης των ΜΜΕ, καθώς και η διαφάνεια στους όρους διεξαγωγής του εκλογικού αγώνα, ώστε να μην αιφνιδιάζει κανείς κανέναν με όπλο τον εκλογικό νόμο. Τέλος, με την αναθεώρηση του συντάγματος εκσυγχρονίζονται τόσο η νομοθετική όσο και η ελεγκτική διαδικασία. Η Ολομέλεια της Βουλής απαλλάσσεται από το μεγάλο όγκο των νομοσχεδίων, ώστε να συγκεντρώνει το ενδιαφέρον της στα πιο σημαντικά από αυτά. Παράλληλα, αναβαθμίζονται οι κοινοβουλευτικές επιτροπές, οι οποίες αποκτούν αυτόνομη νομοθετική αρμοδιότητα.
Πολιτική και κοινωνική ιστορία της νεότερης Ελλάδας
Οι συγκρούσεις στο ελληνικό κράτος (1828-31)
Όπως φάνηκε από τις πρώτες εβδομάδες που ακολούθησαν την έλευση του Καποδίστρια (Ιανουάριος 1828), βασικός του στόχος υπήρξε η δημιουργία ενός ισχυρού κρατικού μηχανισμού. Η οργάνωση αποτελεσματικής διοίκησης θα βοηθούσε την ανόρθωση της οικονομίας, που είχε πληγεί από τις μακροχρόνιες πολεμικές επιχειρήσεις. Οι πόροι από τη φορολογία και τα εξωτερικά δάνεια θα τύγχαναν ορθολογικής διαχείρισης και δε θα χρησιμοποιούνταν για τον προσεταιρισμό πολιτικών συμμάχων από τις φατρίες που κυριαρχούσαν στον πολιτικό χώρο. Παράλληλα, μια συγκεντρωτική και κυρίαρχη εκτελεστική εξουσία θα προωθούσε αποτελεσματικότερα τις διεκδικήσεις της ελληνικής πλευράς τόσο στο ζήτημα των συνόρων όσο και της μορφής (ανεξαρτησία αντί αυτονομίας) του μελλοντικού ελληνικού κράτους.
Για να τα πετύχει αυτά, ο Καποδίστριας διεκδίκησε και πέτυχε τη συγκέντρωση της εκτελεστικής και της νομοθετικής εξουσίας στο πρόσωπό του, αναστέλλοντας την ισχύ του συντάγματος. Παράλληλα, αποστασιοποιήθηκε, στην αρχή τουλάχιστον, από τις διάφορες φατρίες, ο πολιτικός ανταγωνισμός των οποίων είχε αποδιοργανώσει τα όργανα και τις λειτουργίες της κεντρικής διοίκησης.
Οι αλλαγές που επιχείρησε στην οργάνωση και στη λειτουργία της επαρχιακής διοίκησης ήταν η πρώτη συστηματική παρέμβαση στην κατεύθυνση της δημιουργίας ενός σύγχρονου κράτους. Πρωταρχική του μέριμνα υπήρξε η κατάργηση της επαρχιακής αυτονομίας. Ο αριθμός των επαρχιών μειώθηκε, ενώ τα όργανα της επαρχιακής διοίκησης και τα πρόσωπα που τα στελέχωναν υπάχθηκαν στον έλεγχο της κεντρικής εξουσίας.
Απαραίτητη προϋπόθεση για τη συγκρότηση σύγχρονου κράτους ήταν η δημιουργία στρατού ελεγχόμενου από την κεντρική διοίκηση. Η αναδιοργάνωση των άτακτων σωμάτων της επαναστατικής περιόδου σε ημιτακτικούς σχηματισμούς προχώρησε παρά τις αντιδράσεις, οι οποίες προέρχονταν από τις τάξεις των ενόπλων, που είχαν δει την οικονομική και πολιτική ισχύ τους να αυξάνεται στα χρόνια της Επανάστασης. Τα ένοπλα σώματα οργανώθηκαν αρχικά σε χιλιαρχίες και κατόπιν αναδιοργανώθηκαν σε ελαφρά τάγματα. Και στις δύο φάσεις περιορίστηκε δραστικά (στο 1/4 περίπου) ο αριθμός των ενόπλων και αποστρατεύτηκαν αρκετοί επιφανείς οπλαρχηγοί.
Στον τομέα της οικονομίας, εμπόδιο στάθηκε η άρνηση χορήγησης εξωτερικού δανείου. Έτσι, δεν επιτεύχθηκε η ανασύνταξη της οικονομίας, καθώς οι πενιχροί εγχώριοι πόροι δεν μπορούσαν να στηρίξουν το φιλόδοξο πρόγραμμα του Kαποδίστρια. Σημαντική ωστόσο υπήρξε η καταπολέμηση της πειρατείας, γεγονός που απελευθέρωσε τους θαλάσσιους δρόμους και κατέστησε εφικτή την επαναδραστηριοποίηση του εμπορίου και της ναυτιλίας.
Η Ύδρα και η Μάνη αποτέλεσαν τα σημαντικότερα κέντρα της αντιπολίτευσης και από τις αρχές του 1830 η εξουσία του κυβερνήτη ήταν εκεί μάλλον τυπική. Περιοχές με προνομιακό οικονομικό και διοικητικό καθεστώς τόσο κατά την οθωμανική περίοδο όσο και κατά τη διάρκεια της Επανάστασης, αποτελούσαν πηγή έντασης και στασιαστικών κινημάτων. Η Μάνη, προπύργιο της οικογένειας Μαυρομιχάλη, βρισκόταν διαρκώς σε κατάσταση αναταραχής από την άνοιξη του 1830. Σημειώθηκαν αρκετές εξεγέρσεις, με σημαντικότερη εκείνη του καλοκαιριού του 1831, οπότε καταλήφθηκε η Καλαμάτα. Το κίνημά τους ήταν μάλλον «παραδοσιακό», με την έννοια ότι στόχευε στη διατήρηση των ιδιαίτερων προνομίων της περιοχής. Στην Ύδρα, όπου κυριαρχούσε η οικογένεια Κουντουριώτη, είχαν συγκεντρωθεί οι Μοραΐτες και οι νησιώτες πρόκριτοι, καθώς και ο Αλ. Μαυροκορδάτος. H αντιπολιτευτική τους κίνηση προσανατολιζόταν, στην αρχή τουλάχιστον, στην ανατροπή της καποδιστριακής πολιτικής με την περιστολή των εξουσιών του κυβερνήτη και την υπαγωγή του σε συνταγματικό έλεγχο. Ακραία εκδήλωση των «συνταγματικών» υπήρξε η κατάληψη του ναύσταθμου στον Πόρο από τον Μιαούλη και η πυρπόληση μέρους του ελληνικού στόλου το καλοκαίρι του 1831. Με τους «συνταγματικούς» συμπορευόταν και ο Ιω. Κωλέττης, στον οποίο αποδίδεται το περιορισμένης έκτασης στρατιωτικό κίνημα του Τσάμη Καρατάσου στην Ανατολική Στερεά το καλοκαίρι του 1830. Η δολοφονία του Καποδίστρια στις 27 Σεπτεμβρίου 1831 στο Ναύπλιο από δυο μέλη της οικογένειας Μαυρομιχάλη επέτεινε την ένταση και κλιμάκωσε την αντιπαράθεση. Οι δύο πλευρές επιδόθηκαν σ’ ένα νέο γύρο ένοπλων συγκρούσεων, που τερματίστηκαν τις παραμονές της άφιξης του Όθωνα και των μελών της αντιβασιλείας τον Ιανουάριο του 1833.
Η απόλυτη μοναρχία (1833-43)
Στις 6 Φεβρουαρίου 1833 η αγγλική φρεγάτα «Μαδαγασκάρη» αποβίβασε στο λιμάνι του Ναυπλίου, πρωτεύουσας ακόμη του νεοσύστατου βασιλείου, τον δεκαεφτάχρονο Όθωνα, τα μέλη της αντιβασιλείας και τη βασιλική συνοδεία. Τα πλήθη κόσμου που συγκεντρώθηκαν κατά την υποδοχή έβλεπαν στο πρόσωπο του νεαρού βασιλιά να ενσαρκώνεται η προοπτική της οριστικής ειρήνευσης μετά το σχεδόν δεκαετή πόλεμο αλλά και τις εσωτερικές διαμάχες και συγκρούσεις. Βέβαια, έως την ενηλικίωση του Όθωνα (1835), τη διακυβέρνηση της χώρας θα αναλάμβαναν τα μέλη της αντιβασιλείας, όπως οριζόταν από τις διεθνείς συμφωνίες.
Kατά την πρώτη δεκαετία η εσωτερική πολιτική χαρακτηρίστηκε από την προσπάθεια της αντιβασιλείας αρχικά και του Όθωνα μετέπειτα να μειώσει την ισχύ των παραδοσιακών ηγετικών ομάδων της ελληνικής κοινωνίας, που την εποχή εκείνη εκφραζόταν μέσω των τριών πολιτικών σχηματισμών που έμειναν γνωστοί ως Γαλλικό, Ρωσικό (Ναπαίοι) και Αγγλικό κόμμα. Η αντίδραση των παραδοσιακών ηγετικών στρωμάτων στην περιθωριοποίησή τους εκφράστηκε αρχικά με τοπικού χαρακτήρα εξεγέρσεις και επικεντρώθηκε στη διεκδίκηση συντάγματος, κάτι που έγινε πραγματικότητα με το κίνημα της 3ης Σεπτεμβρίου 1843.
Η συνταγματική μοναρχία (1843-63)
Η παραχώρηση συντάγματος και η εκδίωξη των Βαυαρών ήταν τα αιτήματα των πολιτικοκοινωνικών δυνάμεων που συσπειρώθηκαν στην αντιπολίτευση, στην οποία από τις αρχές του 1843 μετείχε η πλειονότητα των σημαντικότερων πολιτικών προσωπικοτήτων και των τριών κομμάτων. Και στην περίπτωση αυτή εφαρμόστηκε ο συνωμοτικός τρόπος δράσης, δηλαδή μια μορφή αντιπολίτευσης οικεία στην εσωτερική πολιτική ζωή τόσο στα χρόνια της Επανάστασης και της διακυβέρνησης από τον Καποδίστρια όσο και μετά την εγκαθίδρυση του ανεξάρτητου ελληνικού βασιλείου. Αποτέλεσμα της συνωμοτικής αυτής δράσης υπήρξε το κίνημα της 3ης Σεπτεμβρίου 1843, το οποίο έφερε πολιτειακή αλλαγή στην κατεύθυνση της συνταγματικής μοναρχίας.
Παρ’ όλα αυτά, οι αυλικές κυβερνήσεις συνιστούσαν σταθερά την εικόνα της οθωνικής περιόδου με εξαιρέσεις την τριετία της κυριαρχίας του Ιωάννη Κωλέττη (1843-47) και το λεγόμενο υπουργείο Κατοχής (1854-57). H ασφυκτική παρέμβαση του παλατιού στην πολιτική ζωή αποτέλεσε το σημείο ρήξης του Όθωνα με το σύνολο του πολιτικού κόσμου της χώρας σχεδόν. Η κρίση κορυφώθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1860 και οδήγησε στην εκθρόνιση του Όθωνα (1862).
Η περίοδος 1863-75
Ύστερα από πρόταση των Μεγάλων Δυνάμεων, που έγινε δεκτή από την εθνοσυνέλευση στις 18 Μαρτίου 1863, ο νεαρός πρίγκιπας της Δανίας Γουλιέλμος-Γεώργιος αναγορεύτηκε Βασιλεύς των Ελλήνων με το όνομα Γεώργιος. Επτά μήνες αργότερα, στα μέσα Οκτωβρίου, ο Γεώργιος έφτασε στην Ελλάδα.
Η πολιτική αστάθεια αποτέλεσε σταθερό χαρακτηριστικό όλης αυτής της περιόδου. Σε αυτό συνέτειναν οι διαφωνίες ως προς το χειρισμό της νέας επανάστασης στην Κρήτη (1866-69). Ωστόσο, τα βαθύτερα αίτια της πολιτικής αστάθειας βρίσκονται αλλού. Παρά τις βελτιώσεις στη λειτουργία του κοινοβουλευτισμού που εισήχθησαν με το σύνταγμα του 1864, οι βασιλικές παρεμβάσεις, ο διορισμός κυβερνήσεων κοινοβουλευτικής μειοψηφίας και η καταχρηστική διάλυση της Βουλής εξακολουθούσαν να αποτελούν σταθερές και επαναλαμβανόμενες όψεις του πολιτικού βίου της χώρας έως το 1875, όπου επί πρωθυπουργίας του Χ. Τρικούπη καθιερώνεται η αρχή της «δεδηλωμένης». Η καθιέρωση της αρχής αυτής στην κοινοβουλευτική πρακτική σήμαινε πως το στέμμα δεν θα είχε το δικαίωμα να προβαίνει στο διορισμό ή στη διατήρηση στην αρχή κυβερνήσεων που δεν είχαν την πλειοψηφία στη Βουλή.
Tην περίοδο αυτή πρωθυπουργικό ρόλο αναλάμβαναν πολιτικοί όπως ο Δ. Βούλγαρης, ο Επ. Δεληγιώργης, ο Θρ. Ζαΐμης και ο Αλ. Κουμουνδούρος. O τελευταίος υπήρξε ο βασικός πρωταγωνιστής στην πολιτική ζωή της χώρας έως τις αρχές της δεκαετίας του 1880 και μαζί με τον Χ. Τρικούπη θεωρούνται από τους πρώτους πολιτικούς στο ελληνικό κράτος που ενστερνίστηκαν ουσιαστικά τις αρχές του κοινοβουλευτισμού.
Από τον Κουμουνδούρο στον Τρικούπη (1875-81)
H νέα όξυνση του Aνατολικού Zητήματος έμελλε να επηρεάσει τις πολιτικές εξελίξεις και στο εσωτερικό της χώρας. H έκταση της στρατιωτικής προετοιμασίας, οι νέες επαναστάσεις σε Ήπειρο, Θεσσαλία, Mακεδονία και Kρήτη και οι χρονοβόρες διαπραγματεύσεις σχετικά με τους όρους (π.χ. σύνορα) της προσάρτησης της Θεσσαλίας στο ελληνικό βασίλειο αποτέλεσαν συχνά αντικείμενο πολιτικής αντιπαράθεσης και διαμάχης σε αυτά τα πρώτα χρόνια κυβερνήσεων κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Tην περίοδο αυτή στην πολιτική ζωή της χώρας κυριαρχούσε αναμφισβήτητα ο Aλ. Kουμουνδούρος, νικητής των εκλογών του 1875. Έως τις εκλογές του 1881, που σήμαναν και το τέλος της πολιτικής του σταδιοδρομίας, αναδείχθηκε έξι φορές πρωθυπουργός κυβερνώντας συνολικά για περισσότερο από τέσσερα χρόνια. Tην ίδια περίοδο ως βασικός του αντίπαλος αναδεικνυόταν ο X. Tρικούπης, ένας δυναμικός πολιτικός, που προς το τέλος της δεκαετίας του 1870 συσπείρωσε σταδιακά γύρω από το κόμμα του, το λεγόμενο Nεωτερικό, τις διάσπαρτες, αντιπολιτευόμενες τον Aλ. Kουμουνδούρο πολιτικές δυνάμεις.
Tην περίοδο αυτή λοιπόν τίθενται οι βάσεις για τη διαμόρφωση ενός διπολικού πολιτικού συστήματος, το οποίο έγινε πραγματικότητα στις αρχές της δεκαετίας του 1880. Oρόσημο των εξελίξεων αυτών στάθηκαν οι εκλογές του 1881, νικητής των οποίων αναδείχθηκε ο Χ. Tρικούπης.
Διπολισμός στην πολιτική ζωή (1883-97)
Mε τις εκλογές του 1881 δόθηκε στον Χ. Τρικούπη η δυνατότητα να σχηματίσει για πρώτη φορά κυβέρνηση κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας και να δοκιμάσει την προώθηση του μεταρρυθμιστικού του έργου. Έκτοτε και έως τις εκλογές του 1895, που σήμαναν και το τέλος της πολιτικής του διαδρομής, αναδείχθηκε άλλες τρεις φορές πρωθυπουργός, κυβερνώντας συνολικά περίπου έξι χρόνια. Την περίοδο αυτή κύριο μέλημά του στάθηκε η αναδιοργάνωση της οικονομίας και του διοικητικού μηχανισμού. Θιασώτης του αγγλικού μοντέλου ανάπτυξης, επιδίωκε με την παρέμβασή του να μειώσει τον κρατικό έλεγχο στην οικονομία. Υποστήριζε μάλιστα πως μόνο μέσω της οικονομικής ανόρθωσης θα μπορούσε το ελληνικό βασίλειο να προωθήσει αποτελεσματικά τις διεκδικήσεις του στα εδάφη της καταρρέουσας Oθωμανικής Aυτοκρατορίας. O Θ. Δηλιγιάννης, αντίθετα, γύρω από τον οποίο συσπειρώθηκαν οι αντιπολιτευόμενες τον Tρικούπη δυνάμεις, προπαγάνδιζε ενάντια στην «πλουτοκρατία», ήταν ένθερμος υποστηρικτής του κρατικού ελέγχου στην οικονομική ζωή και εισηγούνταν ένα διαφορετικό δρόμο ανάπτυξης. Σύμφωνα με αυτόν, η οικονομική ανάπτυξη θα ακολουθούσε την επέκταση του ελληνικού κράτους, μέσω της εκμετάλλευσης των περιοχών που θα ενσωματώνονταν στην Eλλάδα.
Όπως εύστοχα έχει παρατηρηθεί, ο Θ. Δηλιγιάννης επιδείκνυε μεγαλύτερη ικανότητα στο να κερδίζει τις εκλογές παρά στο να παραμένει πρωθυπουργός. Είναι χαρακτηριστικό πως, παρά τη συντριπτική του νίκη στις εκλογές του 1885, όταν εξέλεξε 184 βουλευτές έναντι 56 του Χ. Τρικούπη, έμεινε στην εξουσία μόλις για ένα χρόνο. Στο διάστημα αυτό επέδειξε αβουλία και ανικανότητα κατά την κρίση της Ανατολικής Ρωμυλίας, παρά τους πολεμικούς λεονταρισμούς του, που έμειναν γνωστοί ως ένοπλος επαιτεία. Όλη αυτή την περίοδο (1882-95) ο ανταγωνισμός των δύο κομμάτων, του Nεωτερικού του Tρικούπη και του Eθνικού του Δηλιγιάννη, δημιούργησε πολιτική ένταση που άγγιξε τα όρια του διχασμού. Τα συλλαλητήρια, τα επεισόδια και οι συγκρούσεις των οπαδών τους εντείνονταν κατά τις προεκλογικές περιόδους, αποτελούσαν ωστόσο σταθερή πολιτική πρακτική, ιδίως από το χώρο του Θ. Δηλιγιάννη. Με την ήττα του Χ. Τρικούπη στις εκλογές του Aπριλίου του 1895, την άμεση αναχώρησή του στο Παρίσι και το θάνατό του ένα χρόνο αργότερα, φάνηκε να υποχωρεί το αίτημα του εκσυγχρονισμού της οικονομίας και της δημόσιας ζωής, που υποστηρίχτηκε και πολεμήθηκε με πάθος και ένταση όλη την προηγούμενη εικοσαετία. Από την άλλη, η νίκη του Θ. Δηλιγιάννη σηματοδοτούσε τη στροφή της χώρας προς την εφαρμογή μιας επεκτατικής/αλυτρωτικής πολιτικής. H εμφάνιση και γιγάντωση της Εθνικής Eταιρείας και ο καταστροφικός πόλεμος του 1897 με την Oθωμανική Aυτοκρατορία έδειξαν και τα όρια της πολιτικής αυτής κατά το 19ο αιώνα.
Κοινωνικός μετασχηματισμός και εθνική ολοκλήρωση (1897-1922)
Κατά την περίοδο 1897-1922 σημαντικότατα γεγονότα και βαρύνουσες εξελίξεις επέδρασαν με τρόπο καθοριστικό στην πορεία της Ελλάδας και συνετέλεσαν αποφασιστικά στη διαμόρφωσή της ως σύγχρονου κράτους.
Περίοδος θεαματικών αλλαγών, βαρυσήμαντων επιλογών, οξύτατων κρίσεων, μιας δεκάχρονης πολεμικής περιπέτειας, η οποία οδήγησε τόσο στην εδαφική επέκταση όσο και στη δραματική κατάληξη της μικρασιατικής εκστρατείας και έφερε τη διαμόρφωση μιας Ελλάδας ριζικά διαφορετικής από το παρελθόν, η περίοδος αυτή άνοιξε με ένα γεγονός-σταθμό: την ήττα στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897. Η ήττα εκλήφθη ως τεράστιο πλήγμα, προκαλώντας καθολική απογοήτευση καθώς και αμφισβήτηση του κράτους και των δομών λειτουργίας του, του παραδοσιακού πολιτικού κόσμου και της βασιλικής δυναστείας ως προς την αποτελεσματικότητά τους στη διαχείριση των εθνικών θεμάτων. Η ηττοπαθής διάθεση και το αίσθημα της ντροπής εντάθηκαν ακόμα περισσότερο από το ρόλο της Επιτροπής του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου, η οποία θα επιστατούσε στην καταβολή της πολεμικής αποζημίωσης στην Τουρκία, καθώς και στη διευθέτηση του συνολικού δημόσιου χρέους, αποτέλεσμα της πτώχευσης της χώρας το 1893.
Οικονομική λοιπόν και εθνική κρίση, δηλαδή διπλή αποτυχία, τόσο στην οικονομική όσο και στην αλυτρωτική πολιτική, δημιουργούν κλίμα απαισιοδοξίας και ενδοσκόπησης. Έως το 1909 τίποτα δεν άλλαξε. Στην εξουσία εναλλάσσονταν δύο κόμματα: το τρικουπικό, με αρχηγό τον Γεώργιο Θεοτόκη, και το δηλιγιαννικό, με αρχηγό τον ίδιο τον Θεόδωρο Δηλιγιάννη και, μετά τη δολοφονία του το 1905, τους διαδόχους του, Δημήτριο Ράλλη και Κυριακούλη Μαυρομιχάλη, ηγέτες δύο διαφορετικών κομμάτων, καταγόμενων όμως από το δηλιγιαννικό κόμμα. Καμιά ιδιαίτερη πρόοδος δεν σημειώθηκε εκτός από κάποιες ανορθωτικές, κυρίως στον οικονομικό τομέα, προσπάθειες των κυβερνήσεων Θεοτόκη. Αντίθετα, η ολοένα αυξανόμενη οικονομική κρίση και η δυσπραγία των κοινωνικών ομάδων, η συνεχής αποκάλυψη των αδυναμιών του παλαιού πολιτικού κατεστημένου προκαλούσαν εντεινόμενη δυσαρέσκεια και δημιουργούσαν συνθήκες για την ανάπτυξη αντίδρασης
Το 1909, έτος της εκδήλωσης του κινήματος στο Γουδί, θεωρήθηκε τομή στην περιοδολόγηση της ελληνικής ιστορίας σηματοδοτώντας την αρχή μιας δεκάχρονης περιόδου (1910-20) προόδου και συγκρότησης της Ελλάδας ως σύγχρονου κράτους. Ταυτίστηκε με την άνοδο των μεσαίων αστικών στρωμάτων, τα οποία, ενισχυμένα από τις οικονομικές εξελίξεις των τελευταίων ετών του 19ου αιώνα, διεκδικούσαν έναντι της παλιάς, πολιτικής, αστικής ολιγαρχίας την πολιτική τους εκπροσώπηση και τη δημιουργία των θεσμικών εκείνων προϋποθέσεων που θα διευκόλυναν την οικονομική τους δραστηριότητα.
Ηγετική φυσιογνωμία αναδεικνύεται ο Κρητικός πολιτικός Ελευθέριος Βενιζέλος, ο οποίος θα εκπροσωπούσε την προσπάθεια για καπιταλιστικό μετασχηματισμό της ελληνικής κοινωνίας και την οργάνωση ενός κράτους στα πρότυπα των δυτικών δημοκρατιών. Ο αστικός εκσυγχρονισμός που επιχείρησε ο Βενιζέλος συνοδοιπορούσε σε αγαστή σύμπνοια με την εθνική ολοκλήρωση, στην εκδοχή του αλυτρωτισμού και της ενσωμάτωσης των Νέων Χωρών και των κατοίκων τους στο εθνικό κράτος. Οι δυο αυτοί στόχοι, ο οικονομικός και πολιτικός εκσυγχρονισμός από τη μια και η μαχητική επιδίωξη της Μεγάλης Ιδέας στη συγκυρία του Α’ Παγκόσμιου πολέμου από την άλλη, αποτέλεσαν το περιεχόμενο του βενιζελισμού.
Απέναντί του στάθηκε ο αντιβενιζελισμός, αντιδρώντας ταυτόχρονα στον αστικό εκσυγχρονισμό και στον αλυτρωτισμό. Η συνολικότερη κοινωνική και πολιτική αντίθεση ανάμεσα τόσο σε κοινωνικές ομάδες όσο και στους παλαιούς και νέους πληθυσμούς, που ενσωματώθηκαν με την εδαφική επέκταση ως αποτέλεσμα των βαλκανικών νικών, συγκεκριμενοποιήθηκε στη σύγκρουση ανάμεσα στον πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο και το βασιλιά Κωνσταντίνο Α’ για τη θέση της Ελλάδας στον A’ Παγκόσμιο πόλεμο. Το θέμα πήρε διαστάσεις εθνικού διχασμού, με κορύφωση τα χρόνια 1915-17 και τη δημιουργία δύο ελληνικών κρατών, ενός αντιβενιζελικού στο γεωγραφικό χώρο της Παλαιάς Ελλάδας κι ενός βενιζελικού στο γεωγραφικό χώρο των Νέων Χωρών.
Τα χρόνια 1917-20, κατά τη δεύτερη φάση της βενιζελικής εξουσίας, συνεχίστηκε η εκσυγχρονιστική προσπάθεια που είχε εγκαινιαστεί την περίοδο 1910-15 και είχε ανακοπεί από τις εξελίξεις του διχασμού και του πολέμου.
Στις εκλογές του 1920, μεσούσης της μικρασιατικής εκστρατείας, οι κουρασμένοι από τη δεκάχρονη πολεμική περιπέτεια Έλληνες καταψήφισαν τους φιλελεύθερους. Οι αντιβενιζελικοί, παρά τις προεκλογικές εξαγγελίες τους, συνέχισαν το μικρασιατικό πόλεμο, επαναφέροντας στο θρόνο τον ανεπιθύμητο στους δυτικούς συμμάχους Κωνσταντίνο. Το γεγονός αυτό έδωσε στους συμμάχους και το πρόσχημα να εγκαταλείψουν την Ελλάδα στη Μικρά Ασία, καθώς τα συμφέροντά τους υπαγόρευαν πλέον την ενίσχυση του Κεμάλ. Κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής κυρίαρχες είναι οι εξωτερικές εξελίξεις. Μέσα στο διαφορετικό πλέον διεθνή συσχετισμό δυνάμεων, που συνηγορούσε στη διάψευση των ελληνικών επιδιώξεων στη Μικρά Ασία, λανθασμένες στρατιωτικές επιλογές και η οικονομική εξάντληση επέφεραν μια ακόμη οδυνηρότερη καταστροφή το καλοκαίρι του 1922, ξεριζώνοντας τους ελληνικούς πληθυσμούς της Ανατολής από τις κοιτίδες τους και καθιστώντας τους πρόσφυγες στην Ελλάδα.
Μετά την κατάρρευση του μετώπου η κατάσταση στην Ελλάδα ήταν τραγική. Πλήθη προσφύγων και στρατιώτες κατέκλυζαν τη χώρα. Μια ομάδα αξιωματικών με επικεφαλής τον Νικόλαο Πλαστήρα κατέλαβε την εξουσία, επιδιώκοντας κυρίως μια κάθαρση για την εθνική τραγωδία. Πρόκειται για την «Επανάσταση του 1922». Σε αυτή τη λογική έγινε η δίκη των έξι πρωταιτίων της Καταστροφής, που οδήγησε στη θανατική τους καταδίκη, γεγονός που επιδείνωσε το βαρύ κλίμα της εποχής.
Η περίοδος του ελληνικού Μεσοπολέμου (1922-40)
Oι επιπτώσεις της ήττας του 1922 (με πρώτη ανάμεσά τους την προσφυγική συρροή) προκάλεσαν στο εσωτερικό της χώρας μια σειρά αλυσιδωτών αντιδράσεων. H πτώση του βιοτικού επιπέδου των μεσαίων τάξεων και η γενική δυσαρέσκεια από την πορεία των εθνικών εξελίξεων αντικατοπτρίστηκαν στο νέο προσανατολισμό των μεταρρυθμιστικών και δημοκρατικών κομμάτων που ιδρύθηκαν την εποχή αυτή. Kυρίαρχο ρόλο σ’ αυτά έπαιξαν προσωπικότητες που είχαν αποχωρήσει από το βενιζελικό κίνημα, το οποίο με την πάροδο του χρόνου είχε χάσει την πρώτη αναμορφωτική του ορμή. Aνάμεσά τους ξεχώριζε ο Aλέξανδρος Παπαναστασίου, ο πολιτικός που κατεξοχήν συνέδεσε το όνομά του με την εγκαθίδρυση της δημοκρατίας στο Mεσοπόλεμο. H τελευταία κυβέρνηση του Eλευθέριου Bενιζέλου (1928-32) αποτέλεσε τη μοναδική περίπτωση στην περίοδο του Mεσοπολέμου που εξάντλησε ολόκληρη την τετράχρονη κοινοβουλευτική της θητεία. Ωστόσο, η πολιτική αστάθεια αναβίωσε ακόμα εντονότερα μετά τη λήξη της θητείας της. Oι εξτρεμιστικές ενέργειες που ακολούθησαν τα επόμενα χρόνια (απόπειρα δολοφονίας κατά του Bενιζέλου, διαδοχικά πραξικοπήματα βενιζελικών στρατιωτικών τα έτη 1933 και 1935) οδήγησαν την πολιτική ζωή του τόπου σε ακόμα μεγαλύτερα αδιέξοδα. Tο Nοέμβριο του 1935 καταλύθηκε το πολίτευμα της αβασίλευτης δημοκρατίας και ο Γεώργιος B΄ επανήλθε στο θρόνο, με πραξικοπηματικές ενέργειες ομάδας αξιωματικών που είχαν ως επικεφαλή τον Γ. Κονδύλη.
Mια σειρά ατυχών συγκυριών στις αρχές του 1936 (θάνατος του Bενιζέλου, έλλειψη ηγετικών προσωπικοτήτων) και η αδράνεια του πολιτικού κόσμου έδωσαν τη δυνατότητα στον ευνοούμενο του παλατιού Iωάννη Mεταξά να αυτοανακηρυχθεί «κυβερνήτης» της χώρας, προφασιζόμενος τον κίνδυνο «κοινωνικών ανατροπών». Tην αρχική αναστολή των πολιτικών ελευθεριών ακολούθησαν ποικίλες διώξεις προς αυτούς που θεωρήθηκαν ιδεολογικά και πολιτικά αντίπαλοι στη νέα τάξη πραγμάτων, ουσιαστικά δηλαδή προς τη συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού. Tα παραπάνω, συνοδευόμενα από μια σειρά πρακτικών (αντιγραφές των φαινομένων της Iταλίας και της Γερμανίας), έδιναν στο καθεστώς το ολοκληρωτικό (αλλά όχι και φασιστικό, όπως εκτιμήθηκε) στίγμα. H ελληνοϊταλική σύρραξη του 1940 και οι οδυνηρές συνέπειές της (γερμανική εμπλοκή που οδήγησε σε τριπλή κατοχή) διέκοψαν τη δράση της δικτατορίας. Oι εξελίξεις που μεσολάβησαν έθεσαν το καθεστωτικό ζήτημα στην Eλλάδα σε μια νέα φάση.
Β΄ Παγκόσμιος πόλεμος – Κατοχή – Απελευθέρωση
Η κατάληψη της Aλβανίας από τους Iταλούς το 1939, αποκαλυπτική των ιταλικών προθέσεων στην περιοχή της ανατολικής Mεσογείου, αποτέλεσε το προοίμιο της επέκτασης του πολέμου και στο βαλκανικό χώρο. Μια ιταλική επίθεση στην Eλλάδα έμοιαζε προφανής, παρά τη δηλωμένη αντίρρηση του Χίτλερ και τις προσπάθειες του Ιωάννη Μεταξά, ο οποίος, ακροβατώντας ανάμεσα στην παραδοσιακή πρόσδεση της εξωτερικής πολιτικής της χώρας στην Αγγλία και στο φιλογερμανικό πνεύμα του φασιστικού χαρακτήρα καθεστώτος που είχε ο ίδιος εγκαθιδρύσει (με όλες τις διαφορές που έχουν επισημανθεί ότι το διακρίνουν από τα αντίστοιχα ευρωπαϊκά), επεδίωκε να κρατήσει τη χώρα σε ουδετερότητα. Πράγματι, μετά από μια σειρά προειδοποιητικών ενεργειών –με αποκορύφωση τον τορπιλισμό του ευδρόμου «Έλλη» στις 15 Aυγούστου 1940 στο λιμάνι της Τήνου– που όλες έπεσαν στο κενό μπροστά στην άρνηση της ελληνικής κυβέρνησης να απαντήσει στις προκλήσεις, απεστάλη το ιταλικό τελεσίγραφο της 28ης Oκτωβρίου 1940, που απαιτούσε την ελεύθερη διέλευση των ιταλικών στρατευμάτων από το ελληνικό έδαφος και τον έλεγχο πλήθους στρατηγικών σημείων της χώρας. H απόρριψη από τον Ιωάννη Μεταξά του ταπεινωτικού τελεσιγράφου, γεγονός που συνέπιπτε με την κοινή ελληνική βούληση, οδήγησε στην αυτόματη κήρυξη από τους Ιταλούς του πολέμου στην Eλλάδα, ο οποίος διεξήχθη στα βουνά της Hπείρου.
Στις 23 Aπριλίου 1941, ο βασιλιάς και η κυβέρνηση αναχώρησαν από την Αθήνα για την Κρήτη, ενώ οι Γερμανοί προέλαυναν προς την πρωτεύουσα. Η ύψωση της ναζιστικής σβάστικας στην Ακρόπολη σηματοδότησε την αρχή της γερμανικής κατοχής. Διόρισαν κυβέρνηση κουίσλιγκς, με πρώτο πρωθυπουργό τον Γεώργιο Tσολάκογλου, το στρατηγό που υπέγραψε τη συνθηκολόγηση.
Με την πτώση της Κρήτης στα τέλη του Μάη, σημειώθηκε η ολοκληρωτική κατάληψη της χώρας από τους Γερμανούς, που επέβαλαν τη «νέα τάξη», πράγμα που σήμανε τη συσσώρευση εξαιρετικών δεινών και δοκιμασιών για τον ελληνικό λαό. Η χώρα περιήλθε σε τριπλή κατοχή, αφού διαμοιράστηκε ανάμεσα στους Γερμανούς και στους συμμάχους τους, Iταλούς και Bουλγάρους. Στη Bουλγαρία παραχωρήθηκε μια ζώνη ανάμεσα στον Στρυμόνα και στον Nέστο, που αργότερα επεκτάθηκε έως την Αλεξανδρούπολη, καθώς και τα νησιά Θάσος και Σαμοθράκη. Oι Γερμανοί κράτησαν τα 2/3 του Έβρου, την κεντρική και ανατολική Mακεδονία, κάποια νησιά του Aιγαίου, την Aττική και την Kρήτη. Στην Iταλία περιήλθε η υπόλοιπη Eλλάδα.
Η απομύζηση αγαθών, πόρων και αποθεμάτων της χώρας, που καταδίκασε την οικονομία σε απόλυτο μαρασμό και συνακόλουθα τον πληθυσμό σε θανάσιμη πείνα, η καταστροφή της κάθε λογής υποδομής (συγκοινωνίες, κτίσματα), η απάλειψη κάθε ίχνους ελευθερίας, η τρομοκρατία των κατακτητών, οι φυλακίσεις, οι εκτελέσεις και οι εκτοπίσεις συνέθεσαν την εικόνα της ελληνικής εκδοχής της ναζιστικής νέας τάξης πραγμάτων, οδηγώντας στην αντίσταση του ελληνικού λαού. Πρέπει να σημειωθεί ότι ο συνολικός φόρος αίματος του ελληνικού λαού στην περίοδο της Κατοχής τόσο από την πείνα και τις ποικίλες κακουχίες όσο και στο βωμό του απελευθερωτικού αγώνα συνολικά ξεπέρασε, αναλογικά προς τον πληθυσμό της χώρας, τον αντίστοιχο κάθε άλλου λαού της κατεχόμενης Ευρώπης.
Aπό την πρώτη κιόλας στιγμή της Κατοχής, ο ελληνικός λαός προέβη σε αυθόρμητες πράξεις αντίδρασης, ατομικά και συλλογικά, που εξέφραζαν βούληση αντίστασης, η οποία δεν άργησε να εκδηλωθεί και σε οργανωμένα σχήματα, με την ίδρυση των αντιστασιακών οργανώσεων από το φθινόπωρο του 1941. Από τις πρώτες τέτοιες ενέργειες, και κορυφαία για τη συμβολική της αξία, αποτέλεσε η υποστολή από την Ακρόπολη και καταστροφή της ναζιστικής σβάστικας από δυο νεαρούς φοιτητές, το Μανόλη Γλέζο και το Λάκη Σάντα, το Μάιο του 1941. Μια άλλη δυναμική αντιστασιακή ενέργεια του πρώτου εκείνου διαστήματος αποτέλεσε η ανατίναξη του αρχηγείου της ΕΣΠΟ, μιας οργάνωσης Ελλήνων φιλοναζιστών, από την ΠΕΑΝ (Πανελλήνιος Ένωσις Αγωνιζομένων Νέων), που είχε ως αρχηγό τον αξιωματικό της αεροπορίας Κ. Περρίκο.
Στην αντίσταση κατά της ξένης κατοχής, που έλαβε τεράστιες διαστάσεις και ποικίλες μορφές, πήρε μέρος η πλειοψηφία του ελληνικού λαού. Πρωτοπόρα και εντυπωσιακά άφοβη και δυναμική αποδείχτηκε η νεολαία, μαζικότερη και δυναμικότερη οργάνωση της οποίας υπήρξε η ΕΠΟΝ.
Η ταχεία προέλαση του σοβιετικού στρατού προς τα Bαλκάνια, που απειλούσε να αποκλείσει τις γερμανικές δυνάμεις στον ελλαδικό χώρο, υποχρέωσε τους Γερμανούς ν’ απομακρυνθούν το συντομότερο από την Eλλάδα. Η αναχώρησή τους άρχισε από την Πελοπόννησο και τα νησιά, ενώ στις 12 Οκτωβρίου 1944 απελευθερώθηκαν η Aθήνα και ο Πειραιάς, μέσα σε ένα λαϊκό παραλήρημα άνευ προηγουμένου. Eλληνικές σημαίες και καμπανοκρουσίες πλημμύρισαν την πρωτεύουσα, ενώ πλήθη κόσμου ξεχύθηκαν στους δρόμους και στις πλατείες, πανηγυρίζοντας με ενθουσιασμό. Με ενθουσιασμό έγιναν δεκτά στην πρωτεύουσα τα βρετανικά στρατεύματα, ενώ οι εορτασμοί κορυφώθηκαν με την άφιξη του Παπανδρέου και της κυβέρνησης εθνικής ενότητας στις 18 του ίδιου μήνα.
Πίσω, όμως, από την πανηγυρική και συναινετική ατμόσφαιρα των πρώτων ημερών της απελευθέρωσης, επικρέμονταν εκείνα τα προβλήματα και οι αντιθέσεις που σε ελάχιστο χρονικό διάστημα θα ξεσπούσαν, για να κορυφωθούν στην εμφύλια τραγωδία.
Η Ελλάδα έβγαινε από την πολεμική περιπέτεια ουσιαστικά κατεστραμμένη. Οι απώλειες του ελληνικού λαού στη διάρκεια της τετράχρονης Κατοχής και του αντιστασιακού αγώνα ήταν πάμπολλες: ο αριθμός των νεκρών σε μάχες, των εκτελεσμένων και δολοφονημένων, όσων θανατώθηκαν ως όμηροι στα γερμανικά στρατόπεδα και όσων πέθαναν από την πείνα και τις κακουχίες ανερχόταν σε περίπου 500.000. Τα πάσης φύσεως καμένα κτίρια υπολογίζονταν στα 155.000, ενώ οι πυροπαθείς οικογένειες σε 111.000 σε όλη την Ελλάδα. Ας σημειωθεί ότι 1.700 ήταν τα ολοκληρωτικά πυρπολημένα ελληνικά χωριά. Οι ζημιές στην οικονομία υπολογίζονταν σε 40-80% μείωση της γεωργικής παραγωγής στα διάφορα αγροτικά προϊόντα, μείωση του κτηνοτροφικού κεφαλαίου κατά 50% για τα μεγάλα ζώα και 30% για τα μικρά, ελάττωση των δασών κατά 20%, καταστροφή των μεταλλευτικών εγκαταστάσεων και νέκρωση της σχετικής παραγωγής, ελάττωση της βιομηχανικής παραγωγής κατά 50%, καταστροφή των συγκοινωνιών, δηλαδή του σιδηροδρομικού υλικού και δικτύου και του οδικού δικτύου, αρπαγή του 70% των αυτοκινήτων, καταστροφή λιμανιών και της διώρυγας της Κορίνθου, απώλεια κατά 73% της εμπορικής και επιβατηγού ναυτιλίας της χώρας.
Για την Ελλάδα, η μετάβαση από τον πόλεμο στην ειρήνη επανέφερε το αίτημα για ικανοποίηση των εθνικών αξιώσεων της χώρας όσον αφορά την ενσωμάτωση των εδαφών της Βορείου Ηπείρου, της Κύπρου και των Δωδεκανήσων. Ο ρόλος της χώρας στο συμμαχικό αγώνα και οι αρχές που περιλήφθηκαν σε διεθνείς διακηρύξεις, όπως ο Χάρτης του Ατλαντικού (Αύγουστος 1941) και ο Χάρτης των Ηνωμένων Εθνών (Ιούνιος 1945), δημιουργούσαν αισιοδοξία για την ικανοποίηση του ελληνικού αιτήματος. Άλλωστε, στη διάρκεια του πολέμου, δεν είχαν λείψει οι διαπραγματεύσεις και οι συζητήσεις για τα ζητήματα αυτά τόσο ανάμεσα στην ελληνική κυβέρνηση και στους Βρετανούς όσο και μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων.
Από τις ελληνικές προσδοκίες εκπληρώθηκε μόνο αυτή που αφορούσε στην ενσωμάτωση των Δωδεκανήσων, η οποία πραγματοποιήθηκε με τη συνθήκη των Παρισίων το Φεβρουάριο του 1947. Οι αξιώσεις για τα εδάφη της Κύπρου και της Βορείου Ηπείρου προσέκρουσαν στην προτεραιότητα των Μεγάλων Δυνάμεων για διατήρηση ισορροπίας δυνάμεων και αποφυγή νέων αναταραχών στην ευρύτερη περιοχή, έναντι της εφαρμογής των εξαγγελμένων αρχών. Οι, κατά την εκτίμησή τους, επιπτώσεις που θα είχε η ενσωμάτωση της Βορείου Ηπείρου και της Κύπρου στην Ελλάδα ως προς την ισορροπία του χώρου αλλά και η υποτονικότητα της ίδιας της Ελλάδας, λόγω της ταραγμένης κατάστασης στο εσωτερικό της, την εποχή των διαπραγματεύσεων, οδήγησαν στον αποκλεισμό των περιοχών αυτών από την ελληνική εθνική επικράτεια. Με την προσάρτηση των Δωδεκανήσων, η Ελλάδα απέκτησε τα οριστικά της σύνορα.
Εμφύλιος (1945-50)
Η πρώτη φάση της εμφύλιας διαμάχης των Δεκεμβριανών φάνηκε να λήγει επίσημα με την υπογραφή της συμφωνίας της Βάρκιζας, το Φεβρουάριο του 1945. Οι δύο αντιμαχόμενες πλευρές, η κυβέρνηση με την υποστήριξη των Άγγλων από τη μια και το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ από την άλλη συναίνεσαν σε μια σειρά όρων που στη συνέχεια δεν τηρήθηκαν. Στην περίοδο 1945-46 επικράτησε στη χώρα μια κατάσταση ανεξέλεγκτης βίας και αναρχίας, που έμεινε γνωστή με το όνομα Λευκή τρομοκρατία. Η πολιτική αστάθεια επιδεινώθηκε και έλαβε τη μορφή σφοδρών κοινωνικών συγκρούσεων, που κλιμακώθηκαν με το πέρασμα του χρόνου. Το δημοψήφισμα για το πολιτειακό ζήτημα το Φεβρουάριο του 1946 (που διεξήχθη με την αποχή της Αριστεράς) επανέφερε τη μοναρχία, αλλά δεν απέτρεψε την όξυνση της σύρραξης που σοβούσε και η χώρα σύρθηκε –για δεύτερη φορά στην ίδια δεκαετία– να συμμετάσχει σε, μια αδελφοκτόνο αυτή τη φορά, σύγκρουση. Η σύρραξη μεταξύ του κυβερνητικού στρατού από τη μια και των κομουνιστών ανταρτών από την άλλη, που οργανώθηκαν με τη μορφή του ΔΣΕ (Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας), υπήρξε βίαιη και πέρασε από διάφορες φάσεις. Οι επιχειρήσεις μεγάλης κλίμακας, που πραγματοποιήθηκαν κυρίως στις βόρειες περιοχές της χώρας με ολοκληρωτική εμπλοκή των εμπολέμων έληξαν με την οριστική ήττα του Δημοκρατικού Στρατού στα βουνά του Βίτσι και του Γράμμου, το καλοκαίρι του 1949. Στα χρόνια που ακολούθησαν, οικοδομήθηκε ένα πολιτικό σύστημα που απέκλειε τους ηττημένους (όσους από αυτούς δεν κατέφυγαν στις βόρειες γειτονικές χώρες μετά το τέλος του Εμφυλίου) από τη δημόσια σφαίρα και τη διαχείριση των κοινών.
Μετεμφυλιακή Ελλάδα (1950-60)
Η περίοδος αυτή εξελίχθηκε σε διαφορετικούς χρόνους και βιώθηκε πολύτροπα από τους ανθρώπους που έβγαιναν από τις τρικυμίες της δεκαετίας του ‘40. Από τη μια συντελούνταν μεταβολές μεγάλης κλίμακας, όπως η αστικοποίηση, η βιομηχανική ανάπτυξη και η μετανάστευση. Πλάι σ’ αυτές αναπτύσσονταν αντιδράσεις στο εσωτερικό μιας διχασμένης κοινωνίας που συχνά αρνούνταν να διαπραγματευτεί με το παρελθόν της και αδυνατούσε να εκλογικεύσει τα διλήμματά της (Κυπριακό, πολιτικοί κρατούμενοι).
Κρίση πολιτικού συστήματος – επιβολή δικτατορίας (1960-70)
Την εποχή αυτή η χώρα συγκλονίστηκε από κομματικές συγκρούσεις και βίαιες κοινωνικές αντιπαραθέσεις, που επισφραγίστηκαν με την επιβολή του στρατιωτικού πραξικοπήματος του 1967. Οι θεσμικές παρεκτροπές ωστόσο ξεκίνησαν πολύ νωρίτερα και αφορούσαν εκλογικές νοθείες (1961), πολιτικές δολοφονίες (Λαμπράκης, 1963) και αυθαιρεσίες του θρόνου (Ιουλιανά, 1965). Την ίδια εποχή, στο χώρο της οικονομίας σημειώνονταν ταχύτατα βήματα ανάπτυξης, ενώ και η ελληνική κοινωνία επηρεαζόταν εξ αντανακλάσεως από εξελίξεις που συνέβαιναν στο δυτικό κόσμο σε πεδία όπως οι κινητοποιήσεις της νεολαίας, η μουσική κουλτούρα, η μόδα και άλλα.
Από τη δικτατορία στη μεταπολίτευση (1970-80)
Η δεκαετία του ’70 κύλησε μεταξύ της Χούντας και της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας που επικράτησε, για πρώτη φορά χωρίς κοινωνικούς αποκλεισμούς, μετά το 1974. Η εξέγερση του Πολυτεχνείου και η τουρκική εισβολή στην Κύπρο αποτέλεσαν τα κυρίαρχα γεγονότα της περιόδου έως το 1974. Αυτά τα γεγονότα αποτέλεσαν τις κύριες αιτίες της πτώσης της Χούντας των συνταγματαρχών. Η κυβέρνηση εθνικής ενότητας που σχηματίστηκε με την πτώση της δικτατορίας σταθεροποίησε τη θέση της, νομιμοποίησε τη δράση των κομμάτων, μεταξύ των οποίων και των κομουνιστικών, και προχώρησε γρήγορα σε εκλογές. Σε αυτές πήρε την πλειοψηφία το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας, που ίδρυσε ο K. Kαραμανλής, με συντριπτικό ποσοστό (54%). Η Ένωση Κέντρου αποτέλεσε την αξιωματική αντιπολίτευση, ενώ στις εκλογές του Νοεμβρίου του 1974 έκανε την εμφάνισή του και το νεοσύστατο Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Kίνημα (ΠAΣOK) με ηγέτη τον Ανδρέα Παπανδρέου. Tα αποτελέσματα του πολιτειακού δημοψηφίσματος του Δεκεμβρίου του 1974 κατά της διατήρησης της μοναρχίας κατέδειξαν την τεράστια λαϊκή υποστήριξη στο πολίτευμα της προεδρευόμενης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, ενώ λίγους μήνες αργότερα ψηφίστηκε και το νέο σύνταγμα.
Η κοινοβουλευτική δημοκρατία στα επόμενα χρόνια λειτούργησε με μοναδική ποιότητα για την έως τότε ελληνική εμπειρία. Μετά την ολοκλήρωση της «αποχουντοποίησης» (δίκη των πρωταιτίων, αρχιβασανιστών και άλλων), ο K. Kαραμανλής προχώρησε σε δύο εντυπωσιακές πολιτικές κινήσεις: έχοντας αποσύρει τη χώρα από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑTΟ (1974) μετά την κυπριακή εισβολή, κατέστησε την ισότιμη ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟK. σπονδυλική στήλη της εξωτερικής πολιτικής του. Παράλληλα, στο οικονομικό πεδίο, επέκτεινε τις οικονομικές λειτουργίες του δημόσιου τομέα (εθνικοποιήσεις συγκοινωνιών, διυλιστηρίων και άλλων) και εγκαινίασε μία περίοδο σφιχτής οικονομικής πολιτικής.
H κατοχή του βόρειου τμήματος της Kύπρου από τους Tούρκους δηλητηρίαζε τις ελληνοτουρκικές σχέσεις μετά το 1974, ενώ η διαρκής αμφισβήτηση της ελληνικής επικράτειας (χωρικά ύδατα και εναέριος χώρος) τροφοδότησε αλλεπάλληλες κρίσεις. Αποκορύφωμα των εντάσεων αποτέλεσαν οι προκλητικές τουρκικές ενέργειες το καλοκαίρι του 1976 (έξοδος του τουρκικού πλοίου «Χόρα» σε ελληνική επικράτεια). Η αμφισβήτηση από τουρκικής πλευράς των διεθνών συμβάσεων που ορίζουν τα σχετικά με την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας στο Αιγαίο συνεχίζεται έως σήμερα.
Τα χρόνια 1980-90
Κατά την περίοδο αυτή, οι μεταβολές στην πολιτική διακυβέρνηση ανέτρεψαν παγιωμένες ιεραρχίες και κατεστημένα δεκαετιών. Οι εκλογές του Οκτωβρίου του 1981 επισφράγισαν την ανοδική πορεία του ΠΑΣΟΚ, που κατόρθωσε να συγκεντρώσει το σημαντικό ποσοστό του 48%, έναντι του 36% της ΝΔ και του 11% του ΚΚΕ. Πρόκειται για μια σημαντική τομή στην ελληνική πολιτική σκηνή, αφενός διότι αποτέλεσε την πρώτη περίπτωση ανόδου στην εξουσία κόμματος που θεωρήθηκε αριστεροσοσιαλιστικό, αφετέρου γιατί επιβεβαιώθηκε η σταθερότητα και η ομαλή λειτουργία του κοινοβουλευτισμού στη μεταπολίτευση. Η σύντομη σχετικά διαδρομή του ΠΑΣΟΚ προς την εξουσία όφειλε πολλά στα σπάνια πολιτικά χαρίσματα του αρχηγού του Ανδρέα Παπανδρέου. Ο ιδρυτής και αδιαμφισβήτητος κυρίαρχος του κόμματος αυτού διέθετε την ικανότητα να συνενώνει τα οράματα –και ίσως ακόμα σημαντικότερο– να διαχειρίζεται τις απογοητεύσεις και τις προκαταλήψεις ενός πολύ μεγάλου τμήματος του εκλογικού σώματος.
Αν και το εύρος της προσδοκώμενης «αλλαγής», που συμπύκνωσε το βασικό πολιτικό σύνθημα του ΠΑΣΟΚ, δεν δικαιώθηκε ποτέ πλήρως, εισήχθη μια σειρά μεταρρυθμίσεων που αφορούσαν όψεις του ιδιωτικού αλλά και του δημόσιου βίου. Η καθιέρωση του θεσμού του πολιτικού γάμου, του συναινετικού διαζυγίου και οι βελτιώσεις στο οικογενειακό δίκαιο προς όφελος της γυναίκας αποτέλεσαν τομές στα θέματα των σχέσεων των δύο φύλων. Στο συμβολικό επίπεδο το ΠΑΣΟΚ προχώρησε στην αναγνώριση της εθνικής αντίστασης κατά των κατακτητών, στη συνταξιοδότηση των αγωνιστών, στη χορήγηση γενικής αμνηστίας, στην παραχώρηση του δικαιώματος επιστροφής στην Ελλάδα των πολιτικών προσφύγων μετά τον Εμφύλιο. Σημαντικές αλλαγές έγιναν ακόμα στον τομέα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, στον εργασιακό χώρο και στο συνδικαλισμό, αλλά και στο χώρο της δημόσιας υγείας με τη δημιουργία του θεσμού του ΕΣΥ.
Μια σειρά οικονομικών μέτρων, όπως η χορήγηση της αυτόματης τιμαριθμικής αναπροσαρμογής (ΑΤΑ) και η σημαντική αύξηση των κατώτερων συντάξεων, μέτρα που απευθύνονταν στα χαμηλόμισθα στρώματα, απλώς υπογράμμιζαν το σοσιαλιστικό χαρακτήρα του κόμματος. Ωστόσο, η συνολική οικονομική στρατηγική του ΠΑΣΟΚ, που εκφράστηκε μέσα από μια σειρά πειραματισμών, παρ’ ότι δημοφιλής αρχικά, οδήγησε σε οικονομική στασιμότητα, πληθωρισμό και αύξηση των ελλειμμάτων.
Αμέσως μετά τις εκλογές του 1985, το ΠΑΣΟΚ εφάρμοσε ένα σκληρό πρόγραμμα λιτότητας που αποσκοπούσε στη μείωση των τεράστιων σωρευμένων ελλειμμάτων, μέσα από την αποθάρρυνση των εισαγωγών, τις περικοπές στις δημόσιες δαπάνες και την αύξηση –κυρίως διά της φορολογίας– των κυβερνητικών εσόδων. Τα μέτρα αυτά, που υποστηρίχτηκαν με έκτακτα δάνεια από την ΕΟΚ, συνάντησαν έντονες κοινωνικές αντιδράσεις, κυρίως από εργαζομένους του ευρύτερου δημόσιου τομέα.
Με την οικονομική κατάσταση σταθερά σε επιδείνωση, μια σειρά δραματικών γεγονότων στη διάρκεια του 1988 ενέτειναν τη σύγχυση και τη ρευστότητα στο δημόσιο βίο. Τα προβλήματα υγείας του πρωθυπουργού και οι οικογενειακές του περιπέτειες επέτρεψαν τη δημιουργία αυτού που η αντιπολίτευση ονόμασε «κενό εξουσίας», εντός του οποίου θέριεψε ένα οικονομικό σκάνδαλο γιγαντιαίων διαστάσεων με ιδιαίτερα σοβαρές πολιτικές προεκτάσεις, η υπόθεση Κοσκωτά. Η εμπλοκή υψηλόβαθμων στελεχών της κυβέρνησης στην κάλυψη της κατάχρησης βάρυνε το πολιτικό κλίμα και χρησιμοποιήθηκε ποικιλότροπα από την αντιπολίτευση, η οποία με κεντρικό σύνθημα την «κάθαρση» απαίτησε την παραδειγματική τιμωρία των υπευθύνων.
Στις εκλογές του Ιουνίου του 1989 επιβεβαιώθηκε η πτώση του ΠΑΣΟΚ, αλλά το αναλογικό εκλογικό σύστημα στέρησε από τη ΝΔ τη δυνατότητα δημιουργίας αυτοδύναμης κυβέρνησης. Η ενωμένη Αριστερά του Συνασπισμού συγκέντρωσε το αξιοσημείωτο ποσοστό του 13% και κατέστη για πρώτη φορά στην ελληνική ιστορία προνομιακός πολιτικός εταίρος, συμμετέχοντας στη συγκυβέρνηση Δεξιάς-Αριστεράς με στόχο τη διαλεύκανση των σκανδάλων και την απονομή της δικαιοσύνης. Χρειάστηκαν δύο ακόμα αναμετρήσεις για να αποκτήσει η χώρα σταθερή κυβέρνηση, ικανή να διαχειριστεί άμεσα προβλήματα, γεγονός που συνέβη με το σχηματισμό αυτόνομης αλλά οριακής αριθμητικά κυβέρνησης της ΝΔ υπό τον Κ. Μητσοτάκη, τον Απρίλιο του 1990.
Τα χρόνια 1990-2000
H δεκαετία του ‘90 χαρακτηρίστηκε ως περίοδος σημαντικών και ραγδαίων αλλαγών σε παγκόσμια κλίμακα. H πτώση των καθεστώτων του «υπαρκτού σοσιαλισμού», η κατάρρευση του διαμορφωμένου στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου διπολικού συστήματος διεθνών σχέσεων, η κατίσχυση των Hνωμένων Πολιτειών ως μοναδικής υπερδύναμης και η αύξηση της σημασίας περιφερειακών συγκρούσεων και δυνάμεων είναι εξελίξεις που έχουν επιπτώσεις στην Eλλάδα, τόσο στην εσωτερική πολιτική και κοινωνική ζωή όσο και στα ευρύτερα περιβάλλοντα στα οποία βρίσκεται (Eυρωπαϊκή Ένωση, Bαλκάνια, ανατολική Mεσόγειος).
Το ΠΑΣΟΚ ανέκτησε την εξουσία από τη ΝΔ στις εκλογές του 1993 και κυβερνά την Ελλάδα σε όλο το διάστημα της δεκαετίας. Το 1996 παραιτήθηκε για λόγους υγείας ο ηγέτης του ΠΑΣΟΚ Ανδρέας Παπανδρέου και κυριάρχησε η εκσυγχρονιστική πτέρυγα του κόμματος με επικεφαλής τον Κ. Σημίτη. Ο Κ. Σημίτης εξελέγη στις εκλογές του 1996 και του 2000 πρωθυπουργός της χώρας.
Aπό τις αρχές και σε όλη τη διάρκεια της δεκαετίας τέθηκε σε νέα βάση και εντατικοποιήθηκε η πορεία ολοκλήρωσης της Eυρωπαϊκής Ένωσης. H συνθήκη του Mάαστριχτ (1992), η σταδιακή ένταξη των κρατών-μελών στη ζώνη του κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος (ευρώ) και οι διαδικασίες πολιτικής σύγκλισης, που φαίνεται να ακολουθούν την οικονομική ενοποίηση, συνιστούν τα γεγονότα-σταθμούς που διαμορφώνουν και καθορίζουν την οικονομική, πολιτική και κοινωνική πορεία της χώρας. Διαφορετικά απ’ ό,τι συνέβη στα περισσότερα από τα άλλα κράτη-μέλη, η πορεία αυτή δεν τέθηκε ποτέ σε συζήτηση στην Eλλάδα.
Ωστόσο ζητήματα όπως το Mακεδονικό, η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, οι κρίσεις στις ελληνοτουρκικές σχέσεις (εξοπλισμός Kύπρου, Ίμια, υπόθεση Oτσαλάν) αλλά και θέματα εκσυγχρονισμού και εκκοσμίκευσης των λειτουργιών του κράτους, αποτέλεσαν πεδία διαλόγου και αντιπαράθεσης, που σε τελική ανάλυση αφορούσαν τη θέση της χώρας στο υπό διαμόρφωση νέο σύστημα διεθνών σχέσεων. Έτσι, έστω και με αυτό τον τρόπο, ο ευρωπαϊκός προσανατολισμός του κράτους και ο συνακόλουθος εκσυγχρονισμός της κοινωνίας αποτέλεσαν το κατεξοχήν πλαίσιο των πολιτικών και κοινωνικών αντιπαραθέσεων που χαρακτήρισαν την ελληνική κοινωνία στη διάρκεια της δεκαετίας.
Διοικητική διαίρεση-Οργάνωση
Γεωγραφικά, η Ελλάδα κατανέμεται σε ορισμένες περιοχές που είναι βασικά καθοριστικές και της διοικητικής τους διαίρεσης. Οι περιοχές αυτές είναι: Στερεά Ελλάδα και Εύβοια, Πελοπόννησος, Ιόνια νησιά, Ήπειρος, Θεσσαλία, Μακεδονία, Θράκη, Νησιά του Αιγαίου και Κρήτη. Χωριστό διαμέρισμα αποτελεί η Περιφέρεια Πρωτευούσης για στατιστικούς λόγους. Αυτοδιοίκητο επίσης τμήμα του κράτους αποτελεί, κατά το σύνταγμα, το Άγιον Όρος, που διέπεται από ειδικό καθεστώς. Η διοικητική διαίρεση της χώρας έχει διαμορφωθεί με κριτήρια γεωοικονομικά, κοινωνικά και συγκοινωνιακά. Η χώρα υποδιαιρείται σε 10 γεωγραφικά διαμερίσματα, 13 περιφέρειες και σε 52 νομούς (και το αυτοδιοικούμενο του Αγίου Όρους).
Ιστορικά, η πρώτη διαίρεση της χώρας σε νομούς τοποθετείται το 1833. Με διάταγμα που δημοσιεύθηκε στις 3/15 Απριλίου 1833 στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως του Bασιλείου της Eλλάδος (το πρώτο φύλλο της οποίας κυκλοφόρησε στο Nαύπλιο στις 16/28 Φεβρουαρίου 1833), η διοίκηση οργανώθηκε σε τρία επίπεδα: νομός, επαρχία, δήμος. Σε ολόκληρο το βασίλειο συστήθηκαν 10 νομαρχίες, 47 επαρχίες και 280 δήμοι. Τόσο ο νομάρχης όσο και ο έπαρχος διορίζονταν από την αντιβασιλεία, η οποία μπορούσε να τους μεταθέσει σε άλλη περιοχή ή και να τους αποπέμψει. Μάλιστα, στις θέσεις αυτές αποφευγόταν η τοποθέτηση ντόπιων, όπως και η διατήρηση κάποιου για μεγάλο διάστημα στην ίδια περιοχή. Με τον τρόπο αυτό γινόταν προσπάθεια να παρεμποδιστεί η δημιουργία στην περιφέρεια εξουσιαστικών πυρήνων σχετικά αυτόνομων από την κεντρική διοίκηση. Όσο για τα νομαρχιακά και επαρχιακά συμβούλια, όργανα στα οποία θα μπορούσε να εκφραστεί πολιτικά η τοπική κοινωνία, δεν απέκτησαν ποτέ πραγματική ισχύ. Αλλά, ακόμα και στη βαθμίδα της τοπικής αυτοδιοίκησης, η εκλογή δημάρχου ήταν στην πραγματικότητα διορισμός, εξαιτίας ενός συστήματος περιορισμένης ψηφοφορίας που ευνοούσε ασφαλώς την ανάδειξη των εκλεκτών του παλατιού.
Το συγκεντρωτικό σύστημα που θεσμοθετήθηκε, και το οποίο κατέτεινε στην αποδυνάμωση –μέσω της υπαγωγής των τοπικών διοικητικών μηχανισμών στην κεντρική εξουσία– όλων εκείνων των τοπικών δυνάμεων που θα μπορούσαν να την αμφισβητήσουν, συμπληρώθηκε με την πολυδιάσπαση της διοικητικής εξουσίας. Στο επίπεδο του νομού η εξουσία μοιραζόταν σε οκτώ αξιωματούχους: νομάρχης, δικαστής (πρωτοδικείου), έφορος, δημόσιος ταμίας, μητροπολίτης, μοίραρχος χωροφυλακής, επικεφαλής υγειονομικής υπηρεσίας και επικεφαλής σώματος μηχανικών. Μέσω της κατανομής αυτής δημιουργήθηκε πλειάδα τοπικών αρχών ανά νομό, και έτσι αποτρεπόταν η υπερσυγκέντρωση εξουσιών σε μία και μόνη θέση και επιτρεπόταν ο έλεγχος της μιας τοπικής αρχής από την άλλη. Επίσης, διευκολυνόταν η υπαγωγή τους στην κεντρική εξουσία και ευνοούνταν οι παρεμβάσεις, στην προκειμένη περίπτωση του παλατιού, στα τοπικά ζητήματα.
Με το νόμο 2539/97, «Συγκρότηση της πρωτοβάθμιας Τοπικής Αυτοδιοίκησης» (γνωστός ως νόμος Καποδίστριας) συγκροτούνται 900 δήμοι και 133 κοινότητες.
Τα όργανα των δήμων και κοινοτήτων αποτελούνται από τις δημοτικές και κοινοτικές αρχές, τα τοπικά συμβούλια και συμβούλια των δημοτικών διαμερισμάτων και τους προέδρους κοινοτήτων. Ο αριθμός των μελών των δημοτικών συμβουλίων καθορίζεται ανάλογα με τον πληθυσμό. Προβλέπονται νομαρχιακές αυτοδιοικήσεις (σύνολο 57): α. Απλές νομαρχιακές αυτοδιοικήσεις (47), β. Ενιαίες ή διευρυμένες νομαρχιακές αυτοδιοικήσεις (3) (Αθηνών – Πειραιώς, Έβρου – Ροδόπης, Δράμας – Καβάλας – Ξάνθης), γ. Νομαρχιακά διαμερίσματα (7).
Τα όργανα των νομαρχιακών αυτοδιοικήσεων εκλέγονται απευθείας από το λαό κάθε 4 χρόνια και αποτελούν τις: α. Απλές νομαρχιακές αυτοδιοικήσεις: νομάρχης και νομαρχιακό συμβούλιο, β. Ενιαίες νομαρχιακές αυτοδιοικήσεις: πρόεδρος και συμβούλιο, γ. Νομαρχιακά διαμερίσματα: νομάρχης και νομαρχιακό συμβούλιο. Ο αριθμός των μελών των νομαρχιακών συμβουλίων προσδιορίζεται με βάση τον πραγματικό πληθυσμό κάθε νομαρχιακής αυτοδιοίκησης.
Όργανα της κρατικής διοίκησης είναι οι δημόσιοι υπάλληλοι, που, εφόσον κατέχουν οργανικές θέσεις, η μονιμότητά τους κατοχυρώνεται συνταγματικά, για όσο διάστημα οι θέσεις υφίστανται. Δεν επιτρέπεται να μετατεθούν χωρίς γνωμοδότηση υπηρεσιακού συμβουλίου, ούτε να υποβιβαστούν ή να παυθούν χωρίς απόφαση υπηρεσιακού συμβουλίου. Κάθε υπάλληλος έχει το δικαίωμα να προσφύγει ενάντια στις αποφάσεις αυτές στο Συμβούλιο της Επικρατείας.
Η περίπτωση του Αγίου Όρους
Το Άγιον Όρος, ως αυτοδιοικούμενο τμήμα του ελληνικού κράτους, περιλαμβάνει τη Χερσόνησο του Άθω από τη Μεγάλη Βίγλα και πέρα. Το ειδικό αυτό καθεστώς, που αποτελεί αρχαίο προνόμιο του Αγίου Όρους, δεν σημαίνει, φυσικά, ότι η κυριαρχία του ελληνικού κράτους δεν παραμένει άθικτη και σε εκείνη την περιοχή. Η διοίκηση ανήκει στις 20 ιερές μονές, στις οποίες είναι κατανεμημένη ολόκληρη η Χερσόνησος του Άθω, και ασκείται από αντιπροσώπους των μονών αυτών που συγκροτούν την ιερή κοινότητα. Ο καθορισμός του αγιορείτικου καθεστώτος στις λεπτομέρειές του γίνεται με τον Καταστατικό Χάρτη του Αγίου Όρους, που η ακριβής τήρησή του –στο διοικητικό τομέα– τελεί υπό την εποπτεία του κράτους. Οι επιτόπιες κρατικές εξουσίες ασκούνται από ειδικό διοικητή, που έχει το βαθμό νομάρχη και υπάγεται στο υπουργείο Εξωτερικών, από το οποίο και διορίζεται.
Ηγετική φυσιογνωμία της περιόδου 1910-20 αναδείχθηκε ο Κρητικός πολιτικός Ελευθέριος Βενιζέλος (φωτ. από την έκδ. «100+1 χρόνια Ελλάδα»).
To κτίριο του κοινοβουλίου της Ελλάδας.
Ο πολιτικός Γεώργιος Θεοτόκης. Μετά το θάνατο του Χ. Τρικούπη ανέλαβε την αρχηγία του κόμματος (Νοέμβριος 1898) (φωτ από την έκδ. «100+1 χρόνια Ελλάδα»).
Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ορκίζεται πρόεδρος της κυβέρνησης εθνικής ενότητας από τον αρχιεπίσκοπο Σεραφείμ, παρουσία του Φαίδωνα Γκιζίκη (φωτ. από την έκδ. «100+1 χρόνια Ελλάδα»).
Ο ιδρυτής του ΠΑΣΟΚ Ανδρέας Παπανδρέου (πίνακας του Δ. Καραβάκου) (φωτ. από την έκδ. «100+1 χρόνια Ελλάδα»).
Dictionary of Greek. 2013.